μελετητήριον

μελετητήριον
μελετητήριον
place for practice
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελετητήριο — το (Α μελετητήριον) αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.) αρχ. όργανο μελέτης ή άσκησης …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԳԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0110 Chronological Sequence: 6c գ. Ըստ յն. ոճոյ, որպէս Կրթարան. վարժարան. խորհրդարան. իբր μελετητήριον locus exercitationis, seu meditationis. *Մի՛ ումեք լինել վարդապետ անզգամութեան ... զայսպիսեացն զհոգարանսն կործանել. Փիլ. ել. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”